ατόφιος
Προφορά
Ετυμολογία
ατόφιος μεσαιωνική ελληνική αὐτόφυος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ατόφιος -ια, -ιο
✦ ακέραιος, ολόκληρος
✦ ολόιδιος
✦ ο μη νοθευμένος, γνήσιος: ατόφιο χρυσάφι
✦ ειλικρινής, ευθύς: ήταν ένας ατόφιος άνθρωπος, ανοιχτός σε όλα (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λειψός, μισερός
Επιρρήματα
ατόφια