ατσίδα


ατσίδα
Προφορά

Ετυμολογία
ατσίδα αρχαία ελληνική ἰκτίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ατσίδα

✦ το αρπακτικό ζώο ικτίς η δενδρόβιος, νυφίτσα, κουνάβι
✦ κ. ο ατσίδας, (μτφ. ) άνθρωπος πανούργος, τετραπέρατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.