ατοπία
Προφορά
Ετυμολογία
ατοπία αρχαία ελληνική ἀτοπία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ατοπία
✦ η ιδιότητα του άτοπου: ατοπίες κλίματος και ύφους (Καθημερινή) |(ιατρ.) χαρακτηριστικό αλλεργικής υπερευαισθησίας με μετακίνηση υγρού από τα αιμοφόρα αγγεία στους ιστούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–