αρχαΐζω
Προφορά
Ετυμολογία
αρχαΐζω μεταγενέστερη ελληνική ἀρχαΐζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αρχαΐζω
✦ μιμούμαι τη γλώσσα, τα ήθη, την τέχνη κτλ. των αρχαίων
✦ χρησιμοποιώ αρχαϊσμούς
✦ θηλ. η αρχαΐζουσα ως ουσ., η γλώσσα που τείνει προς τη μίμηση της αρχαίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
νεωτερίζω
Επιρρήματα
–