αρρενοπρεπής
Προφορά
Ετυμολογία
αρρενοπρεπής μεταγενέστερη ελληνική ἀρρενοπρεπής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρρενοπρεπής -ής, -ές
✦ που ταιριάζει σε άντρα, ανδρικός, παλικαρίσιος
✦ ο με έντονα ανδρικά χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
ανδροπρεπής
Αντίθετα
θηλυπρεπής
Επιρρήματα
αρρενοπρεπώς