αρπαχτή
Προφορά
Ετυμολογία
αρπαχτή └θηλ┘ του επιθέτου αρπαχτός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρπαχτή
✦ η λ. συν. στο εμπόριο για να χαρακτηρίσει δραστηριότητα (παραγωγή, εισαγωγή, διάθεση προϊόντος κτλ.) πρόσκαιρη και ευκαιριακή που αποσκοπεί στην κερδοσκοπία
✦ η λ. γεν. για εργασίες, συνεταιρισμούς, πρακτικές κτλ. που αποσκοπούν στο γρήγορο και εύκολο κέρδος: αν εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα έχει κάποιο λόγο για την Ολυμπιάδα, πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τη λογική της «αρπαχτής» και τα καταφερτζίδικα καμώματα (Οικον. Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–