απόστολος
Προφορά
Ετυμολογία
απόστολος αρχαία ελληνική ἀπόστολος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο απόστολος
✦ αποσταλμένος, αγγελιαφόρος
✦ Απόστολοι, οι δώδεκα μαθητές του Χριστού
✦ (μτφ. ) ένθερμος κήρυκας: απόστολος μιας νέας ιδεολογίας
✦ (εκκλ.) Απόστολος, βιβλίο με περικοπές από τις πράξεις και τις επιστολές των Αποστόλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–