απόσταση
Προφορά
Ετυμολογία
απόσταση αρχαία ελληνική ἀπόστασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απόσταση
✦ το διάστημα ανάμεσα σε τοπικά ή χρονικά όρια
✦ (μτφ. ) διαφορά ποιότητας ή ιδιότητας
✦ φρ. εξ αποστάσεως, από μακριά – φρ. σε απόσταση, μακριά· κυρίως με μτφ. σημασία: θέλει να τον κρατήσει σε απόσταση – φρ. σε απόσταση αναπνοής, πάρα πολύ κοντά στον προπορευόμενο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–