απόκτηση


απόκτηση
Προφορά

Ετυμολογία
απόκτηση αποκτώ

Ερμηνεία
απόκτηση

✦ (Κ απόκτησις, -εως) η πράξη με την οποία γίνεται κανείς κάτοχος: απόκτηση δικαιώματος – προνομίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.