απροσηλύτιστος


απροσηλύτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
απροσηλύτιστος ἀ στερητικό + προσηλυτίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απροσηλύτιστος -η, -ο

✦ ο μη προσηλυτισμένος, που δεν προσχώρησε σε άλλο θρήσκευμα, δόγμα, ιδεολογία κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.