αποστρέφω


αποστρέφω
Προφορά

Ετυμολογία
αποστρέφω αρχαία ελληνική ἀπο-στρέφω

Ερμηνεία
ρήμα αποστρέφω

✦ στρέφω (το πρόσωπο) προς άλλη μεριά
✦ (μέσ.) αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, σιχαίνομαι: εμένα που αποστράφηκα την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.