αποστολή


αποστολή
Προφορά

Ετυμολογία
αποστολή αρχαία ελληνική ἀποστολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποστολή

✦ η πράξη με την οποία στέλνεται κάτι: αποστολή εμπορευμάτων – χρημάτων
✦ το αποστελλόμενο πράγμα: ακόμη δεν έλαβαν την αποστολή
✦ σκοπός, προορισμός: η αποστολή μου έληξε
✦ σημαντικό έργο υπό εκτέλεση
✦ ομάδα προσώπων που αποστέλλονται ή μεταβαίνουν κάπου για να εκτελέσουν εντολή ή προσπάθεια, αντιπροσωπεία: εξερευνητική αποστολή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.