αποστειρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποστειρώνω μεταγενέστερη ελληνική ἀποστειρόομαι-οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποστειρώνω
✦ υποβάλλω σε πλήρη στείρωση
✦ (μτφ. ) καταστρέφω τους παθογόνους μικροοργανισμούς μιας ουσίας: γάζα αποστειρωμένη
Συνώνυμα
απολυμαίνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–