αποπροσανατολίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποπροσανατολίζω από + προσανατολίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποπροσανατολίζω
✦ εκτρέπω από τον σωστό προσανατολισμό
✦ (μτφ. ) προκαλώ σε κάποιον απώλεια της ορθής κατεύθυνσης (πρακτικής, ιδεολογικής): με την κακή προπαγάνδα, ο λαός αποπροσανατολίζεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–