απονίπτω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply απονίπτωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/απονίπτω.mp3Ετυμολογίααπονίπτω μεταγενέστερη ελληνική ἀπονίπτω Ερμηνεία└ρήμα┘ απονίπτω ✦ καθαρίζω καλά, ξεπλένω το πρόσωπο ή μέλη του σώματος ✦ απονίπτομαι, βλ. απονίβομαι Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–