απολακτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
απολακτίζω αρχαία ελληνική ἀπολακτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απολακτίζω
✦ απωθώ με λακτίσματα
✦ (μτφ. ) αποβάλλω, απορρίπτω με καταφρόνηση: παλιά δοκιμασμένα ιδεώδη που τόσο απερίσκεπτα απολάκτισε και καταρράκωσε ο μοντέρνος άνθρωπος (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–