αποκρυσταλλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκρυσταλλώνω μεταγενέστερη ελληνική ἀποκρυσταλλόομαι -οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκρυσταλλώνω
✦ μεταλλάζω σε κρύσταλλο
✦ (μτφ. ) δίνω την τελική, σαφή και συγκεκριμένη μορφή: δεν αποκρυσταλλώθηκαν ακόμα οι απόψεις της κυβερνήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–