αποκοσκινίδι


αποκοσκινίδι
Προφορά

Ετυμολογία
αποκοσκινίδι αποκοσκινίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αποκοσκινίδι

✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. αποκοσκινίδια, ό,τι απομένει μετά από κοσκίνισμα

Συνώνυμα
σκύβαλα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.