αποκοπή
Προφορά
Ετυμολογία
αποκοπή αρχαία ελληνική ἀποκοπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποκοπή
✦ η αφαίρεση με κοπή, κόψιμο: απαγορεύοντας με ποινή θανάτου ή αποκοπής των ποδιών την καλλιέργεια της γης (Ρέα Γαναλάκη)
✦ απογαλακτισμός
✦ πληρωμή για σύνολο εργασίας (σε αντίθεση με την κατά κομμάτι ή κατά μονάδα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–