αποκαλυπτήρια
Προφορά
Ετυμολογία
αποκαλυπτήρια πληθ. └ουδ┘ του επιθέτου αποκαλυπτήριος
Ερμηνεία
αποκαλυπτήρια
✦ ουσ. τελετή αποκάλυψης μνημείου: τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα – τα αποκαλυπτήρια της αναμνηστικής πλάκας του Κάλβου (Γ. Σεφέρης)
✦ (μτφ. ) αποκάλυψη επιλήψιμων πράξεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–