αποκέντρωση
Προφορά
Ετυμολογία
αποκέντρωση αποκεντρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποκέντρωση
✦ απομάκρυνση, μεταφορά από το κέντρο: αποκέντρωση της βιομηχανίας
✦ (ειδ.) παροχή αυτοδιοίκησης σε περιοχές που έχουν δικές τους εκλεγμένες τοπικές αρχές
✦ (ειδ.) διοικητική αποκέντρωση, κατανομή και άσκηση αρμοδιοτήτων από περιφερειακά και όχι κεντρικά όργανα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συγκέντρωση
Επιρρήματα
–