αποκάνω


αποκάνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποκάνω αρχαία ελληνική ἀποκάμνω

Ερμηνεία
αποκάνω

✦ κ. αποκάμνω ρ. (απόκ-ανα κ. -αμα) κουράζομαι: απόκαμε να περπατά τόσες ώρες
✦ αποτελειώνω: φρ. τι απόκανες; (τι έκανες τελικά;)
✦ (μτχ.) αποκαμωμένος, εξαντλημένος: ήμουν ψυχικά αποκαμωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.