απεργία
Προφορά
Ετυμολογία
απεργία απεργός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απεργία
✦ ομαδική αποχή από την εργασία σε εκδήλωση κοινής διαμαρτυρίας που αποβλέπει στην ικανοποίηση επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων αιτημάτων των εργαζομένων
✦ απεργία πείνας, άρνηση λήψεως τροφής με σκοπό την άσκηση ηθικού εξαναγκασμού
✦ λευκή απεργία, μορφή απεργίας κατά την οποία οι απεργοί προσέρχονται στον τόπο εργασίας, αλλά απέχουν από κάθε εργασιακή απασχόληση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–