απαισιόδοξος


απαισιόδοξος
Προφορά

Ετυμολογία
απαισιόδοξος απαίσιος + δόξα (= γνώμη)

Ερμηνεία
επίθετο┘ απαισιόδοξος -η, -ο

✦ που αντικρίζει τα πράγματα από την κακή τους όψη: απαισιόδοξες προβλέψεις
✦ (και για πρόσ.): απαισιόδοξος τύπος

Συνώνυμα
πεσιμιστής
Αντίθετα
αισιόδοξος, οπτιμιστής
Επιρρήματα
απαισιόδοξα (Κ απαισιοδόξως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.