απαγωγή


απαγωγή
Προφορά

Ετυμολογία
απαγωγή αρχαία ελληνική ἀπαγωγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απαγωγή

✦ αρπαγή
✦ απομάκρυνση προσώπου, για ποικίλους σκοπούς, από τον τόπο της κατοικίας του και παρεμπόδισή του να επιστρέψει: εκούσια – ακούσια απαγωγή
✦ (γυμναστ.) κίνηση προς τα έξω, έκταση: απαγωγή των χειρών
✦ (λογικ.) εις άτοπον απαγωγή, βλ. λ. άτοπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.