απίστευτος
Προφορά
Ετυμολογία
απίστευτος μεσαιωνική ελληνική ἀπίστευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απίστευτος -η, -ο
✦ μη πιστευτός
✦ εκπληκτικός: της τέχνης θάματα, ομορφιές απίστευτες του κόσμου (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
απίθανος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απίστευτα (Κ απιστεύτως)