αξύπνητος
Προφορά
Ετυμολογία
αξύπνητος ἀ στερητικό + ξυπνώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αξύπνητος -η, -ο
✦ που δεν ξύπνησε, ο κοιμισμένος
✦ αρσ. αξύπνητος ως ουσ., ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος: κοιμάται, κι ο αξύπνητος δε θα ‘ναι πιο βαρύς, όταν πεθάνει (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–