ανόητος


ανόητος
Προφορά

Ετυμολογία
ανόητος αρχαία ελληνική ἀνόητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανόητος -η, -ο

✦ μωρός, ασυλλόγιστος, αστόχαστος: ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μια ντουφεκιά στα τρυγόνια (Ν. Γκάτσος)

Συνώνυμα
βλάκας, κουτός
Αντίθετα
νοήμων, έξυπνος, ευφυής
Επιρρήματα
ανόητα (Κ ανοήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.