αντιστάτης


αντιστάτης
Προφορά

Ετυμολογία
αντιστάτης αρχαία ελληνική ἀντιστάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αντιστάτης

✦ δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να υποστηρίζει το οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.