αντιποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
αντιποίηση μεταγενέστερη ελληνική ἀντιποίησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντιποίηση
✦ οικειοποίηση ξένου πράγματος ή δικαιώματος, σφετερισμός: αντιποίηση υπηρεσίας – στολής – παρασήμου – τίτλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–