αντιμάμαλο
Προφορά
Ετυμολογία
αντιμάμαλο – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντιμάμαλο
✦ παλινδρομικό κύμα, το κύμα που παλινδρομεί αφού χτυπήσει σε βραχώδη ακτή ή το απωθήσει παραπλέον πλοίο
✦ θαλασσοταραχή που προέρχεται από σύγκρουση κυμάτων με αντίθετη φορά
✦ (μτφ. ) δυσκολία, ταλαιπωρία
✦ αντίσταση που προβάλλει κάποιος στηριζόμενος κάπου: έβαλα τα χέρια μου αντιμάμαλο στον τοίχο, για να μη με ρίξει κάτω.
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–