ανταύγεια
Προφορά
Ετυμολογία
ανταύγεια αρχαία ελληνική ἀνταύγεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανταύγεια
✦ αντιφέγγισμα, αντανάκλαση, λάμψη: απ’ τ’ αναμμένο τζάκι έβγαινε μια χλομή ανταύγεια (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–