ανταποκρίτρια


ανταποκρίτρια
Προφορά

Ετυμολογία
ανταποκρίτρια ανταποκρίνομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανταποκρίτρια

✦ θηλ. ανταποκρίτρια δημοσιογράφος που στέλνει ανταποκρίσεις, που μεταδίδει πληροφορίες από άλλον τόπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.