ανταπεργία


ανταπεργία
Προφορά

Ετυμολογία
ανταπεργία αντί + απεργία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανταπεργία

✦ το κλείσιμο εργοστασίου από εργοδότη για να πλήξει απεργία των εργατών. Διεθνής όρος: λοκ – άουτ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.