ανσάμπλ
Προφορά
Ετυμολογία
ανσάμπλ └γαλλ┘ ensemble
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ανσάμπλ
✦ γυναικεία ενδυμασία που αποτελείται από κομμάτια που συνδυάζονται μεταξύ τους: η γαλλική μόδα προτείνει για το χειμώνα ανσάμπλ από φούστες ή παντελόνια και φαρδιές μακριές ζακέτες
✦ (αθλητ.) στη ρυθμική γυμναστική, για να δηλώσει τις ασκήσεις που εκτελούνται συγχρόνως από όλες τις αθλήτριες της ομάδας: η ελληνική ομάδα δεν απέδωσε τα αναμενόμενα στο ανσάμπλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–