ανοχή
Προφορά
Ετυμολογία
ανοχή αρχαία ελληνική ἀνοχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανοχή
✦ υπομονή, μακροθυμία
✦ έλλειψη της απαιτούμενης αυστηρότητας, επιείκεια: η ανοχή των καθηγητών στους ταραξίες μαθητές χειροτέρευσε την κατάσταση |(ιατρ.) η ικανότητα του οργανισμού να ανέχεται ή να αντιστέκεται στη δράση επιβλαβών ουσιών ή παραγόντων
✦ οίκος ανοχής, το πορνείο
Συνώνυμα
ανεκτικότητα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–