ανοστεύω


ανοστεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ανοστεύω άνοστος

Ερμηνεία
ρήμα ανοστεύω

✦ κάνω κάτι άνοστο, άγευστο
✦ γίνομαι άνοστος, ανούσιος

Συνώνυμα

Αντίθετα
νοστιμεύω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.