ανοσοποιητικός


ανοσοποιητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανοσοποιητικός ανοσοποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανοσοποιητικός -ή, -ό

✦ που επιφέρει ανοσοποίηση
✦ ανοσοποιητικό σύστημα, σύνολο ιστών και οργάνων του οργανισμού τα οποία έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τα ίδια συστατικά και να αντιδρούν προς τα ξένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.