ανοσοκαταστολή


ανοσοκαταστολή
Προφορά

Ετυμολογία
ανοσοκαταστολή μετάφραση του └αγγλ┘όρου immunosuppression

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανοσοκαταστολή

(ιατρ.) καταστολή, κατάπνιξη των ανοσολογικών αντιδράσεων του οργανισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.