ανοσιουργός


ανοσιουργός
Προφορά

Ετυμολογία
ανοσιουργός αρχαία ελληνική ἀνοσιουργός

Ερμηνεία
ανοσιουργός

✦ -ός κ. -ή, -ό επίθ. (Κ -ός, -όν) αυτός που ανοσιουργεί, που πράττει έργα ανόσια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.