ανορμήνευτος


ανορμήνευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανορμήνευτος αν- στερητικό + ορμηνεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανορμήνευτος -η, -ο

✦ αυτός τον οποίο δεν συμβούλεψαν για κάτι, ασυμβούλευτος: στέλνουν το παιδί ανορμήνευτο σε τέτοια δουλειά;

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανορμήνευτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.