ανορθώτρια


ανορθώτρια
Προφορά

Ετυμολογία
ανορθώτρια ανορθώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανορθώτρια

✦ θηλ. ανορθώτρια αυτός που ανορθώνει, αναστηλώνει
(μτφ. ) αναμορφωτής
✦ (τεχνολ.) διάταξη που μετατρέπει το εναλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.