ανορεκτικός


ανορεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανορεκτικός αν- στερητικό + ορεκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανορεκτικός -ή, -ό

✦ αυτός που φέρνει ανορεξία, που ελαττώνει την όρεξη για φαγητό
✦ που πάσχει από ανορεξία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.