ανοιγοσφάλισμα


ανοιγοσφάλισμα
Προφορά

Ετυμολογία
ανοιγοσφάλισμα ανοιγοσφαλίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ανοιγοσφάλισμα

✦ ανοιγοκλείσιμο (βλ. λ.) : βιαστικό… ανοιγοσφάλισμα (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.