ανευρυσμός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ανευρυσμόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/ανευρυσμός.mp3Ετυμολογίαανευρυσμός μεταγενέστερη ελληνική ἀνεύρυσμα Ερμηνεία ανευρυσμός ✦ (ιατρ.) διεύρυνση, διαστολή αιμοφόρου αγγείου εξαιτίας βλάβης: ανεύρυσμα της αορτής Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–