ανευλόγητος
Προφορά
Ετυμολογία
ανευλόγητος ἀ στερητικό + ευλογώ
Ερμηνεία
ανευλόγητος
✦ κ. αβλόγητος, -η, -ο επίθ. (Κ ανευλόγητος, -ος, -ον) που δεν ευλογήθηκε, δε δέχτηκε ευλογίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανευλόγητα κ.αβλόγητα (Κ ανευλογήτως)