ανεπίστρεπτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεπίστρεπτος μεταγενέστερη ελληνική ἀνεπίστρεπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεπίστρεπτος -η, -ο
✦ που δεν επιστρέφεται
✦ ταξίδι ανεπίστρεπτο, απ’ όπου δεν επιστρέφει κανείς
✦ αγύριστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεπίστρεπτα κ.ανεπιστρεπτί (Κ ανεπιστρέπτως)