ανεξόπλιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεξόπλιστος αν- στερητικό + εξοπλίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεξόπλιστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει εξοπλιστεί, δεν έχει εφοδιαστεί με όπλα και πολεμικό υλικό
✦ (μτφ. ) που δεν έχει εφοδιαστεί με τα απαραίτητα σκεύη, όργανα, μηχανήματα: τα επαρχιακά νοσοκομεία είναι ανεξόπλιστα και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ορισμένα περιστατικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–