ανεμούρι
Προφορά
Ετυμολογία
ανεμούρι ανέμη + κατάλ. -ούρι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ανεμούρι
✦ το νήμα που μπαίνει στην ανέμη για να τυλιχθεί σε κουβάρι: ανεμοστάτης θα γενώ κι ανέμη θα γυρίζω και μ’ ανεμούρι ολόχρυσο να σε περιτυλίξω (δημ. δίστ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–