ανεμορούφουλας
Προφορά
Ετυμολογία
ανεμορούφουλας άνεμος + ρούφουλας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανεμορούφουλας
✦ βίαιος άνεμος, ανεμοστρόβιλος: πέθανε; τη ρούφηξε ποιο κύμα, ποιος ανεμορούφουλας, ποια οργή; (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–